πολοζενιθιακός

πολοζενιθιακός
και πολοζενιθικός, -ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλο και στο ζενίθ ταυτοχρόνως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”